ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΝΙΚΑΙAΣ-ΡΕΝΤΗ

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Ηθική και πολιτική προσέγγιση της διαφθοράς.

Η διαφθορά καθώς και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα, διαποτίζουν ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό και διαβρώνουν ολόκληρη την κοινωνία, τους πολίτες  και τις συνειδήσεις .
 H διαφθορά επιδέχεται δύο προσεγγίσεις: η μία, ηθική, η άλλη, πολιτική.
1. Η ηθική προσέγγιση της διαφθοράς αναπέμπει το όλο ζήτημα σε ένα σύστημα κανόνων συμπεριφοράς, που έχουν ως συνισταμένη, αφενός, την παραδοχή ότι ο άνθρωπος έχει από τη φύση του τη δυνατότητα της ηθικής λειτουργίας και, αφετέρου, ότι η τήρηση του ηθικού κανόνα εναπόκειται στην αυτοδέσμευση του υπευθύνου . Κατά τούτο, η ηθική προσέγγιση της διαφθοράς στην πολιτική, αντιλαμβάνεται την ηθική αυτή καθεαυτή ως μέρος της ατομικής συνείδησης και, κατ’επέκταση, την πολιτική λειτουργία ως προϊόν προσωπικής «χρέωσης» του φορέα και όχι ως σχέση που τον συνέχει με τον εντολέα. Η πρόσληψη όμως αυτή της πολιτικής αντιβαίνει την ίδια τη λογική της, ως του φαινομένου που συγκροτεί την έννοια της συνολικής κοινωνίας.  Η επισήμανση αυτή δεν υποδηλώνει ότι απουσιάζει από την πολιτική λειτουργία το ηθικό της πρόσημο. Υποδηλώνει, απλώς, ότι το πολιτικό σύστημα συναντάται με την ηθική, κάθε φορά σε ένα διαφορετικό επίπεδο, ανάλογα με το πεδίο της σχέσης που συνέχει τον εντολέα με τον εντολοδόχο. Πράγμα που σημαίνει, επίσης, ότι δεν υπάρχει μια, αλλά πολλές εκδοχές της πολιτικής ηθικής, όσες και οι προσλήψεις του πολιτικού φαινομένου ή, με διαφορετική διατύπωση, όσοι και οι τύποι των πολιτικών συστημάτων.
Οπότε όμως, το πρόβλημα εστιάζεται, όχι στην προσωπική συνείδηση ή αυτοδέσμευση του φορέα της πολιτικής λειτουργίας, αλλά στη δυνατότητα της ύπαρξης ή μη ενός συμπαγούς κανονιστικού περιβάλλοντος της ηθικής συμπεριφοράς και, κατ’επέκταση, στις δικλείδες ασφαλείας του συστήματος. Οι δικλείδες αυτές συναρτώνται από το είδος της σχέσης μεταξύ του δικαιούχου της πολιτικής και του φορέα της εξουσίας, καθώς από αυτό θα κριθεί αν το σύστημα μπορεί να ελαχιστοποιήσει τη δυνατότητα του τελευταίου να παρεκκλίνει από το ηθικό διατακτικό της κοινωνίας ή αν η εφαρμογή του θα αφεθεί τελικά στην καλή προαίρεση του εντολοδόχου.
Η ηθική προσέγγιση της πολιτικής λειτουργίας ευδοκιμεί βασικά στις κοινωνίες, δηλαδή σε εποχές που η πολιτική είναι δομημένη με όρους εξουσιαστικής αυτονομίας, διατηρεί όμως μια ενδιάθετη έστω αναφορά στο κοινωνικό σώμα. Η κοινωνία, στην περίπτωση αυτή, επικαλείται την ηθική ως υποκατάστατο της αδυναμίας της να προσεγγίσει το ζήτημα της διαφθοράς και ευρύτερα της ιδιοποίησης με πολιτικούς όρους. 2.Η πολιτική προσέγγιση της διαφθοράς, αντιθέτως, προϋποθέτει, κατ’ελάχιστον, το αντιπροσωπευτικό πρόσημο της πολιτικής εξουσίας. Ο πολιτικός, εν προκειμένω, ασκεί λειτουργία εντολοδόχου, δεν είναι δικαιούχος της πολιτικής. Δεν ενεργεί ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό τρίτου εντολέως. Δεν νοείται, επομένως, όπως είδαμε, το επιχείρημα της διαφθοράς στην περίπτωση του εντολέα, του δεσπότη ή του δήμου.
Το αξίωμα αυτό προδικάζει ότι στο πολιτικό σύστημα συναντώνται ο εντολέας και ο εντολοδόχος σε μια σχέση όπου ο πρώτος εξουσιοδοτεί τον δεύτερο να πραγματοποιήσει ορισμένο έργο: ειδικότερα, να διαχειρισθεί την πολιτική λειτουργία της κοινωνίας.
Στη σχέση αυτή, ο εντολέας επιλέγει τον εντολοδόχο, ορίζει τον χρόνο και το περιεχόμενο της εντολής, διατηρεί το δικαίωμα του πλήρους ελέγχου των σταδίων υλοποίησης της εντολής και, βεβαίως, μπορεί ανά πάσα στιγμή να την ανακαλέσει ή να υποχρεώσει τον εντολοδόχο να εναρμονισθεί με τη βούλησή του. Ο εντολοδόχος υπέχει ευθύνη για την ενδεχόμενη βλάβη, που θα προκαλέσει στον εντολέα. Βλάβη, η οποία μπορεί να προέλθει είτε από μια καταχρηστική ιδιοποίηση της θέσης του, είτε λόγω της εσφαλμένης πολιτικής, που ακολούθησε ή υπέβαλε τον εντολέα. Η ευθύνη αυτή δεν συμψηφίζεται με την ανάκληση της εντολής. Είναι ανεξάρτητη, υποκείμενη μόνον στον έλεγχο της δικαιοσύνης. Ο εντολέας δύναται να μεταβάλει ελευθέρως το περιεχόμενο της εντολής – τον σκοπό της πολιτικής – όχι ο εντολοδόχος.  Τα ανωτέρω θεμέλια της αντιπροσωπευτικής σχέσης αποτελούν συγχρόνως τον καταλύτη για τη συγκρότηση του πολιτικού συστήματος, με όρους ‘δημοσιότητας’, έτσι ώστε να αποτρέπεται η λογική της ιδιοποίησης του δημοσίου χώρου και συνεπώς, η όποια ενδιάθετη τάση του πολιτικού προσωπικού να υποκύπτει στη διαφθορά.
Είναι όμως εμφανές ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας δεν εγγράφει στα θεμέλιά του τη συνάντηση του εντολέα με τον εντολοδόχο. Και οι δύο αυτές ιδιότητες κατέχονται εξ ολοκλήρου από το κράτος, οπότε και οι ιδιότητες του ελεγκτή και του ελεγχόμενου συμπίπτουν στον ίδιο φορέα, δηλαδή στον κάτοχο της πολιτικής εξουσίας. Η μη αντιπροσωπευτική θεμελίωση του νεοτερικού πολιτικού συστήματος ενισχύεται από την πρόταξη ως σκοπού της πολιτικής ρευστών εννοιών, όπως του «γενικού» ή του «εθνικού» συμφέροντος, των οποίων η συγκεκριμενοποίηση ανήκει αποκλειστικά στην πολιτική εξουσία του κράτους, καθώς αυτή κατέχει, όπως είδαμε, την ιδιότητα του εντολέως. Η κοινωνική βούληση ή το κοινωνικό συμφέρον απουσιάζουν από το σκοπό της πολιτικής.  Απόρροια του γεγονότος αυτού είναι ότι η πολιτική ως πράξη (δηλαδή το αποτέλεσμα της πολιτικής) και η πολιτική τάξη (εν προκειμένω, οι φορείς της πολιτικής λειτουργίας), τοποθετούνται υπεράνω του νόμου, δεν υπόκεινται στη δικαιοσύνη. Η έννοια του πολιτικού δικαίου είναι άγνωστη ή, μάλλον, αφορά αποκλειστικά, σε ορισμένες πτυχές της δυναμικής αμφισβήτησης της πολιτικής κι όχι στον φορέα του πολιτικού συστήματος. Η κοινωνία, ο πολίτης, ως μη εντολείς, δεν θεωρείται ότι έχουν έννομο συμφέρον να εγκαλέσουν την πολιτική τάξη για τυχόν βλάβη που τους προξένησε. Μάλιστα, η ασυλία, ως έννοια, καλύπτει και τα αδικήματα που αφορούν στο κοινό ή ιδιωτικό δίκαιο. Έτσι, ενώ στον ιδιωτικό ή κοινωνικό βίο αναγνωρίζεται ρητώς η υποχρέωση για την αποκατάσταση της βλάβης, που υφίσταται ο εντολέας από τον εντολοδόχο, στην πολιτική η ρήτρα αυτή, όχι μόνον δεν συντρέχει, αλλά και συμψηφίζεται, εν αντιθέσει προς την αντιπροσωπευτική αρχή, με την εκλογική διαδικασία. Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι, ευλόγως, το πολιτικό έγκλημα – το έγκλημα του εντολοδόχου ή και του απλού ρήτορα - τιμωρείται αυστηρότερα, στη δημοκρατία - θα πρόσθετα και στην αντιπροσωπευτική πολιτεία -, επειδή προκαλεί συλλογική, άρα μεγαλύτερη βλάβη, απ’ότι το κοινό έγκλημα .  Η αναγωγή της πολιτικής ευθύνης, από πρόβλημα δικαίου (και δικαιοσύνης), σε ζήτημα πολιτικής εναλλαγής στην εξουσία, δημιουργεί απλώς πλάσμα ευθύνης καθώς είναι σαφές ότι η «εκλογή» συνιστά «επιλογή» διακυβέρνησης για το μέλλον, όχι απονομή δικαιοσύνης. Κατά τούτο, η έννοια της πολιτικής κριτικής, αποτελεί άσκηση ατομικής ελευθερίας, δεν υποβάλει τον κρινόμενο στη δοκιμασία της δικαιϊκής ευθύνης.
Πολιτική αυτονομία και πολιτική ασυλία της κρατικής εξουσίας, απουσία πολιτικού δικαίου και, συνακόλουθα, δικαιϊκής ευθύνης της πολιτικής εξουσίας, σκοπός της πολιτικής που ορίζει κατά βούληση η πολιτική τάξη, πολιτικό προσωπικό που ενσαρκώνει εν λευκώ τις ιδιότητες του εντολέα και του εντολοδόχου, του ελέγχοντος και του ελεγχομένου, συνθέτουν το πολιτειακό θερμοκήπιο της ιδιοποίησης και της διαφθοράς στο περιβάλλον της νεοτερικότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου